- κεκαλυμμένῃ
- καλύπτωoc-culoperf part mp fem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κεκαλυμμένη — καλύπτω oc culo perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
обложеныи — (28) прич. страд. прош. к обложити. 1.В 1 знач.: И ризы его [епископа] быша бѣлы акы снѣгъ. а трегубь же възлагани˫а амфора его. ˫ако же тр҃цею есть ѡбложенъ ЗЦ к. XIV, 34г; мозгъ же ѹбо иноразлично ѥсть... и разнозрачно. и слоѥвато. тонкою… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
νύμφη — Τελευταίο νεανικό στάδιο, πριν από το στάδιο του ακμαίου, στα έντομα που υφίστανται μεταμορφώσεις. Στα έντομα που η μεταμόρφωση είναι ατελής (ετερομετάβολα, όπως π.χ. τα ορθόπτερα) η ν. διάγει δραστήρια ζωή και διαφέρει από τα προηγούμενα νεανικά … Dictionary of Greek